ῥιζοτομική

ῥιζοτομική
ῥιζοτομικός
of
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ριζοτομικός — ή, ό / ριζοτομικός, ή, όν, ΝΑ [ῥιζοτόμος] αυτός που αναφέρεται στον ριζοτόμο ή στη ριζοτομία 1. αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ ριζοτομικός ο ριζοτόμος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ῥιζοτομική η τέχνη τού ριζοτόμου 3. (το ουδ. ως κύριο όν.) Ῥιζοτομικόν βιβλίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”